- φάγαινα
- φάγαιναfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φάγαινα — ἡ, Α 1. αδηφαγία 2. φαγέδαινα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φαγ τού αορ. β τού ἐσθίω «τρώγω» (βλ. λ. φαγεῖν) + κατάλ. αινα, που απαντά σε ονομ. ασθενειών (πρβλ. γάγγρ αινα, φλύκτ αινα)] … Dictionary of Greek